|
1) увеселительный; 3) забавный, смешной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово увеселительный? — φαιδρυντικός как на (ново)греческом будет слово забавный? — φαιδρυντικός как на (ново)греческом будет слово смешной? — φαιδρυντικός как с (ново)греческого переводится слово φαιδρυντικός? — увеселительный, забавный, смешной — ασαχτος — αρμέγομαι — τριτεξαδέλφη — μεταστρατοπέδευση — απρέπεια — πανώριος — δεκατρισύλλαβος — θεριζοαλωνιστικός — σιγαλιά — φροντίδα — συννοσηρότητα — στερεοτυπείο — καταχειροκροτώ — δερνοκοπιέμαι — δασώνω — πρασάς — κοκεταρίζομαι — κατειργασμένος — εκφύω — μοτοσυκλετιστής — εξωστρέφεια |
|||