Новогреческий словарь
σύναπάντημα
σύναπάντημα
το (случайная, неожиданная)
встреча
;
έρχομαι στό ~ — идти навстречу
;
είμαι ευτυχής δι' αυτό τό ~ημα — [phrase]я рад этой (неожиданной) встрече[/phrase]
;
καλό (κακό) ~ημα — добрая (зловещая) встреча
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
встреча
? —
σύναπάντημα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σύναπάντημα
? — встреча
#
(ново)греческий словарь
—
αλατοπιπερωμένος
—
λεπτόδερμος
—
εκροή
—
ρύση
—
περαίωση
—
πυξ
—
απολεπτύνομαι
—
ηπατοτομία
—
ποδηλατάδικο
—
διαχύνω
—
δεκαπεντάωρος
—
υπέρηχος
—
αποτίναγμα
—
λαβυρινθικός
—
τραβιέμαι
—
μίνθη
—
κουταλιάζω
—
παιδεράστρια
—
σαπωνοποίηση
—
πίπτω
—
πρόσοδος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,