|
το кузов (экипажа, автомобиля) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кузов? — καρροσερί как с (ново)греческого переводится слово καρροσερί? — кузов — νιάημερα — αστραποβροντάω — κερδοφόρως — σπερματοκύτταρο — ροδοπέταλο — τσιμεντάρω — ερωτικότητα — σαγηνευτής — μαλθακός — μετωνυμία — αφέγγαρος — καταναλωτής — στενόχωρα — υψομετρικά — στομφάζω — χορταρένιος — έφεση — εντερορραγία — ένζυγος — μεχέγκι — ασβεστούχος |
|||