|
το очёски (шерсти) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово очёски? — απόμαλλο как с (ново)греческого переводится слово απόμαλλο? — очёски — θερμαίνομαι — πυροδιάσπαση — αμετάφραστος — δούλεμα — βαρήσκιωτος — γραμμογραφώ — μονοπωλώ — ακροαματικότητα — βουβά — ευρίσκομαι — ψυχολογώ — αισθητοποιώ — λύρα — τριακονθήμερον — σεργιάνι — λιγνάδα — κειμηλιαρχείο — κτηριολογικός — καταιονίζω — χρωμόσφαιρα — τσαλαπετεινός |
|||