|
греческий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово греческий? — γραικικός как с (ново)греческого переводится слово γραικικός? — греческий — ρίπημα — κατραμού — θωρηκτό — αερόπλοιο — κουρελού — απαντητέο — τρωγλοδυτισμός — λησμοσύνη — παράταιρος — συγκαλύπτω — συνταξιούχος — κατάχλωμός — εφτακόσιοι — Ρώσος — ζορμπαλής — σκεπτικο — διασαφητικός — ερμηνευτής — μονοθεϊσμός — γυμνοθεραπεία — λιόκαλος |
|||