|
ο 1) воспламенение; 2) воспаление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воспламенение? — φλογισμός как на (ново)греческом будет слово воспаление? — φλογισμός как с (ново)греческого переводится слово φλογισμός? — воспламенение, воспаление — ακόντιση — λογχομαχία — επτάεδρον — ισότροπος — οργανικισμός — υδροθεραπευτήριο — βύζασμα — σπειρωτός — εκχυλισματικός — ξύπνημα — φονεύς — ταχέως — ζουζουνίτσα — γλίτζισμα — βαγιόκλαδο — αναδασώνω — γερώ — στειλιάρι — κότσιαλο — λαχανοφάγος — συνεκδοχικώς |
|||