|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορμεμφύτως? — — αριστερόφιλος — συμφεροντολογία — ντουλάπα — μικροβιομήχανος — πρωτομαγέρισσα — καρέκλα — γραφειοκρατία — δυσάλωτος — κοσμοδρόμιο — αντιπράττω — χαμέρπεια — αλκαλικότητα — παννικά — ανερωτώ — οπλουργία — βαναυσότητα — αντρίκιος — αλαφροκαρδιά — ενσύρματος — θεώμοι — λεμοναδίτσα |
|||