Новогреческий словарь
βάπτω
βάπτω
см. βάφτω, βάφω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βάπτω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
διάστημα
—
δέκτης
—
λικνίζω
—
αισθητοποιητικός
—
έγκυος
—
καπιταλιστικά
—
μακέλεμα
—
βενζεναμίνη
—
παλιομπεκρής
—
συστασιώτης
—
μέλημα
—
ταππώνω
—
χλωροφούντωτος
—
μενσεβικισμός
—
αξεσκάλιστος
—
οπισθογεμής
—
εστυρακωμένος
—
δυσμενής
—
κανναβέλαιον
—
ανοσία
—
σερμπέτι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве