|
одно; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одно? — έν как с (ново)греческого переводится слово έν? — одно — εμπίεζω — λαδωτήρι — κουνουπιέρα — σκέπω — μυλόλιθος — αντισημιτισμός — υπερκέρδος — εργαλειοστάτης — σεισμογράφος — βαμβακάς — απομακρυσμένος — τραντάζω — αντιδιαταγή — μενσεβικισμός — φαγώνομαι — ακτίδα — βαρύπνι — ψιλούρια — στάχτωμα — τρυφερίτσα — ευγνώμων |
|||