|
η бот. гетерокарпия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гетерокарпия? — ετεροκαρπία как с (ново)греческого переводится слово ετεροκαρπία? — гетерокарпия — χαρτοπαίκτης — άπτιλος — φλοιώδης — πληθυσμογράφος — παντοιοτρόπως — εκχυμούμαι — αμαξάδικο — ψυχοπαθητικός — αμετάθετο — νευρόσπαστο — νεκρομάντης — συγκλονισμός — δίβολος — σχολαρίκι — διαγώνισμα — αγγλικανισμός — καταλογογραφώ — κουραστάρι — εκεχειρία — λογαριθμικός — σερέτισσα |
|||