|
1) непоглощённый; 2) непоглотимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непоглощённый? — αναπορρόφητος как на (ново)греческом будет слово непоглотимый? — αναπορρόφητος как с (ново)греческого переводится слово αναπορρόφητος? — непоглощённый, непоглотимый — απαστριά — κρυφο- — αιωνίως — μεγαλύνω — ηδονίστρια — συχυσμένος — ξεγυμνώνομαι — αυτομάθεια — βουλιάχτρα — δυσεπηρέαστος — διαδικάζω — σκυλόμουτρο — αθαματούργητος — αλατοφόρος — καλαμάκι — ψηφιδοθέτηση — ανελκύω — κοκαλένιος — ιππονομή — καταριέμαι — νευριάζω |
|||