|
το серп; коса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово серп? — θεριστήρι как на (ново)греческом будет слово коса? — θεριστήρι как с (ново)греческого переводится слово θεριστήρι? — серп, коса — ανθόκλαδο — πραγματοκρατικός — επικοπίς — ανασύρνω — απαιτώ — λυντσάρω — πετροκόπος — παρακαλάω — αδιάτρητος — σύρριζα — μπάριζα — χρυσοκάνθαρος — δεντρόκηπος — οικολόγοι — μεστός — βαθομετρικός — καταφλέγω — ώριμος — μαγνήτιση — οξυγόνωσις — σπερματοκτόνος |
|||