|
1) отделимый; 2) переносный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отделимый? — εγρετίδικος как на (ново)греческом будет слово переносный? — εγρετίδικος как с (ново)греческого переводится слово εγρετίδικος? — отделимый, переносный — πλήγμα — σιωνιστής — ραβίνος — ξενοικιάζομαι — οικονομολογία — χρυσοφανής — συνδιαλλάσσω — ιεροπραξία — αισιόδοξα — μπιρόνι — ξετρελλαίνω — σκοπευτικός — γλωσσολύτης — πυρήνας — πάνω — βοϊδινός — μάγμα — προτελευταίος — μονοιασμένα — σύζευξη — δούναι |
|||