|
веять (зерно) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово веять? — λιχνίζω как с (ново)греческого переводится слово λιχνίζω? — веять — φίστουλας — πλοηγία — διαμήνυση — γαμψώνυχος — ατιμάρευτος — μισοφέγγαρο — φραγκοραφτάδικο — διθάλαμος — ξέπλεγμα — οτέ — νουθετώ — φιλοχρηματία — γνωμικό — βροντερός — αδελφικοασπάζομαι — στάχυ — ερημιτισμός — συνταιριάζω — ευπειθής — λογαριάζομαι — ευτολμία |
|||