|
нечёсаный, некардованный (о шерсти) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нечёсаный? — αλανάριστος как на (ново)греческом будет слово некардованный? — αλανάριστος как с (ново)греческого переводится слово αλανάριστος? — нечёсаный, некардованный — καταβολεύω — ιχθυοπώλης — ερμηνευτέος — διαγουμισμένος — ορειχάλκινος — στουμπώνω — σμίξη — ευθορσώ — θεριστικός — τούλι — αργοτάξιδος — νηπιάζω — συντεχνίτης — γανιάδα — ωοκύτταρο — φαλαγγίτης — πλαγιότιτλο — αναζωπυρώ — πεντακόσια — αλύμαντος — πεζογράφος |
|||