|
топать, стучать ногами (выражая неодобрение); τόν ~ότησε τό ακροατήριο — [phrase]аудитория устроила ему обструкцию, освистала его[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово топать? — ποδοκροτώ как на (ново)греческом будет слово стучать ногами? — ποδοκροτώ как с (ново)греческого переводится слово ποδοκροτώ? — топать, стучать ногами — μπερμπάντης — συγγενικά — χλωραιθύλιον — βία — ασκέρι — παρακεντές — ανομία — αθυρματοπώλης — ερημοκκλησιά — μαλακωσιά — αντηχώ — ψυχοφυσιολογία — φαρμακευτική — αρχιερατικός — λιποταξία — δεκατρείς — λεμονάνθι — κτηνοβάτης — καθοδοφωταύγεια — συγκατοικία — σιχαίνομαι |
|||