|
незажжённый; незагоревшийся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незажжённый? — αναφτος как на (ново)греческом будет слово незагоревшийся? — αναφτος как с (ново)греческого переводится слово αναφτος? — незажжённый, незагоревшийся — ντοματοσαλάτα — απόθητος — μενσεβικικός — ορθολογιστικός — επικήδειος — ανοησία — μακροκαταληκτώ — εγγυητικός — αργοπλερωτής — παύση — κύανος — κεντρόφύξ — κεφάλαιο — μαλλισρισμός — προσπελάσιμος — βοϊδάκι — κακοπάθεια — εκατόμβαττον — νοίκι — αμετάνιωτος — αθάνατο |
|||