|
парнокопытный; τά ~α — парнокопытные #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парнокопытный? — αρτιοδάκτυλος как с (ново)греческого переводится слово αρτιοδάκτυλος? — парнокопытный — πρωτοβουλία — λιγοδύναμος — ξαφρίζω — εγγίζω — εξαγωγικός — ποδίσκος — οπλοχρησία — ωτορινικός — πληκτικότητα — εγκαρσίως — επιβραδυντήρας — χοοχουλίζω — μπαγάσας — προσέδραμον — δεδικασμένος — Μακαριώτατος — εμφανιστήριο — αβασκαίνω — χαμοπέρδικα — λαγούμι — ρεμπέλιασμα |
|||