|
το надставка, удлинение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово надставка? — αμμάτισμα как на (ново)греческом будет слово удлинение? — αμμάτισμα как с (ново)греческого переводится слово αμμάτισμα? — надставка, удлинение — ξεταπωμένος — αγκίδα — εμψυχωμένος — ναυτιλλόμενος — κλιμακοειδής — αλωνισμός — θέριεμα — μούρλα — ραβίνος — αυτοκαλούμαι — σιχασιάρικος — λεπτούτσικος — γενναιοπρεπής — ερεβώδης — αγγειογραφία — ιδρύω — μικροπρεπής — νταουλιάζω — διαμπερής — άλλοτε — φίλη |
|||