|
широкополый (о шляпе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово широкополый? — πλατύγυρος как с (ново)греческого переводится слово πλατύγυρος? — широкополый — συμφιλιώ — χιουμορίστας — υδραέριον — ανταγωγή — αρτηρίτιδα — παρηχητικός — εχμάζω — ναυλαγορά — απελευθερία — αθυρόστομος — βροντηχτός — εμπύρευση — άπνιχτος — προσωπικός — αλήθεμα — τσιρλητό — μακρο- — πλεονέκτημα — εκατομμυριούχα — κατώι — απρομήθευτα |
|||