|
το дозиметр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дозиметр? — δοσίμετρο как с (ново)греческого переводится слово δοσίμετρο? — дозиметр — λιθογράφος — αλογάριαστος — απαφρίζω — ραφτική — υγρόφιλος — αλευροποιείον — αυτοκινητόδρομος — χέρσωμά — καλονάρχημα — παντογράφος — εγκλεισμός — φύλακτρα — φυλάχτρα — δανειοδοτώ — γαλακτώδης — σκιάζομαι — γελαστής — οπότε — βλάστημος — μπαλάκι — τηλέμετρο |
|||