|
η 1) проститутка; 2) бран. стерва; === αυτός είναι παλιά ~ — прожжённый негодяй #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проститутка? — πουτάνα как на (ново)греческом будет слово стерва? — πουτάνα как с (ново)греческого переводится слово πουτάνα? — проститутка, стерва — πρόσπαππος — υπερπηδώ — ράσο — μούργος — γκέκας — ορμέμφυτο — τραχεία — ανκορά — καραμπογιά — είλως — υπογένεοτη — αναβλητικώς — διαβολοτεχνίδια — βαλσαμόχορτο — αναδοσιά — σύστρεψη — φυγάδας — Λονδρέζος — ελευθέριος — γενολόγι — κατεσπευσμένος |
|||