Новогреческий словарь
ενσωματωμένος
ενσωματωμέν|ος
воплощённый, осуществлённый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
воплощённый
? —
ενσωματωμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
осуществлённый
? —
ενσωματωμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενσωματωμένος
? — воплощённый, осуществлённый
#
(ново)греческий словарь
—
γραμμοφωνώ
—
καμπάνια
—
ισλάμ
—
αποθαυμάζω
—
παρεισφρέω
—
απαλυντικός
—
καταμέτρηση
—
νικοτινικός
—
ωρυγή
—
πληρωνόμενος
—
συνάνθρωπος
—
γαστροκνημία
—
σιδηρουργός
—
ισονομία
—
μεταλλοχημεία
—
στάδιο
—
πανηλίθιος
—
ξυλοκάρφι
—
εξυγίανση
—
αντιπροσωπευτικό
—
ψιλολόι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве