δικηγορικός

формы словаβ
δικηγορικός
адвокатский;
          ~ό γραφείο — контора адвоката



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово адвокатский? — δικηγορικός
как с (ново)греческого переводится слово δικηγορικός? — адвокатский


ερωτιάραφαφούτικοςατεκμηρίωτοςτυποποίησησφύζωρητορείααπελευθερώνωσαφρακιάζωασφυκτικότηςοντάριοεφεύρημαδιασπαράσσωοφθαλμολόγοςσπιρουνιάζωκεραμοσκεπήτραπεζομάντηλοδαγκανιάαλουσίαενδοθήλιονκολλητόςμύτιλος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit