|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρβουνιασμένος? — — ευήθως — ενίοτε — στεφανοπώλης — ψευδοπατριωτισμός — πεσών — πλουτοκρατικά — φθόρι — κουβαράκι — συνηθίζομαι — ωογενεσία — συλλογιούμαι — σάλευμα — σκοτεινιάζω — στεριά — δύση — αγούνιαστος — ροδοζάχαρη — γλόμπος — ομφαλοκήλη — αδρός — μηλοπούρναρο |
|||