|
το глухой переулок, закоулок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глухой переулок? — στενορρύμι как на (ново)греческом будет слово закоулок? — στενορρύμι как с (ново)греческого переводится слово στενορρύμι? — глухой переулок, закоулок — αλληλεξάρτηση — περιηγήτρια — λυμεών — ελικοτομίς — αεροναύτης — κακόγεννη — νεκρός — πρωτόγονο — επωδή — ονειρεμένος — γεροντοπαλίκαρο — αργατολόγος — προσόψι — στασιαστικός — απογεννίδι — ερημωτικός — διαυλικός — Δήμητρα — εσχαρωτικός — υδροστατική — ενανθράκωσις |
|||