|
ο крот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крот? — χάμουργας как с (ново)греческого переводится слово χάμουργας? — крот — αφορμή — αλύχτημα — φθείρομαι — πιώμα — εμποδιστικός — αμετροέπεια — μαστορικά — απροόριστος — ωοφαγία — μωρία — αμειψισπορά — αντεπαναστατώ — κόφτομαι — μεθύστρα — πληρώ — κουβεντολόι — σκοντάβω — ενηλικιούμαι — νεκρομαντεία — αρμολόγημα — αριστερίστρια |
|||