|
закалённый (о металле) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закалённый? — ψυχροβαφής как с (ново)греческого переводится слово ψυχροβαφής? — закалённый — στρατά — χορτολόγος — άπαρσις — καλαθοποιός — δακρύζω — κραδαντήρας — χαρτοθήκη — κρούσω — συστάτης — οποιοσδήποτε — επωασηκός — χτυποβροντώ — παύση — αιλουροειδής — ντόλτσο — ιός — χρυσοκόλλητος — λαμπαδηδρομία — σαξόκερας — Αγγλίδα — αγροικητά |
|||