|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πολφεκτομή? — — καταιονητήρ — ανεμπέδωτος — γυναικοκαυγάς — κρεατόπιττα — εγχελύδιον — εξυάλωσις — εγρηγόρηση — τού — ξεπαντρεύω — ξυλουργική — λειτούργημα — στρατόσφαιρα — γιατροσύνη — μενδιώ — κωμωδιοποιός — εργοδότισσα — εκτελεστήριος — γεραίρω — ανύπαρχτος — κοντραμπασίστας — ακροθαλάσσι |
|||