|
бронхиальный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бронхиальный? — βρογχιακός как с (ново)греческого переводится слово βρογχιακός? — бронхиальный — σπογγαλιεία — ωκυτόκος — σκανδαλιά — ανασφογγίζω — συχνά — ενικός — αρχικάλπης — ματαιοπονία — γαρμπόζος — βαλτικός — βρομερός — αποφλεγματίζω — ζηλωτός — αμφιδετώ — βαθυστόχαστα — πτωχοπροδρομικός — πολυέλεος — απυρπόλητος — λύτρωμα — πολυτέλεια — μεταλλοξείδιο |
|||