Новогреческий словарь
βαλλισμός
βαλλισμός
ο 1)
баллада
;
2) мед.
хорея
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
баллада
? —
βαλλισμός
как на
(ново)греческом
будет слово
хорея
? —
βαλλισμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαλλισμός
? — баллада, хорея
#
(ново)греческий словарь
—
αποστρέφομαι
—
επταμερής
—
πασσαλώνω
—
εξαλείφω
—
θειάφισμα
—
διακονητής
—
γαλακτοτροφία
—
εμβολιαστήρι
—
ελευθκριάζω
—
αδέρφωμα
—
απαράκλητος
—
σταφιδίνη
—
μονόγλωσσος
—
βαμβακοπαρογωγικός
—
τιτάνιος
—
στριφτός
—
αλλούθε
—
διώρυγα
—
καννάβινος
—
καψούρα
—
μεγάλυνση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве