Новогреческий словарь
εφελκυσμός
εφελκυσμός
ο физ.
упругое растяжение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
упругое растяжение
? —
εφελκυσμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εφελκυσμός
? — упругое растяжение
#
(ново)греческий словарь
—
αριβάρω
—
μαϊστράλι
—
προλετάριος
—
αθανασία
—
αποφραγμένος
—
αντικατοπτρίζομαι
—
άπετρος
—
υποτροχήλιον
—
ανόργανη
—
αποδουλώνομαι
—
ακτίνα
—
σεληνοτροπισμός
—
εντατικοποίηση
—
εκλεκτικιστικός
—
παγόδα
—
συνεπιβάτης
—
γονατιστός
—
φύτεμα
—
ξυλογράφος
—
κουρ
—
καρπέτα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве