|
το штурвальная рубка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штурвальная рубка? — πηδαλιουχείο как с (ново)греческого переводится слово πηδαλιουχείο? — штурвальная рубка — κλαίομαι — τσιγαριλίκι — ατόφια — ρυμουλκός — καπνιστής — ζευκτήρας — αισχροκέρδεια — ασκούμαι — μαγειρειό — δίφραγκο — ξελαρυγγίζομαι — ανάγκαση — γουνίτσα — σιφόνι — κωμικοτραγωδία — χρησμοδότις — άχρι — περίφρακτος — διάστρα — εσχαρώδης — τυροβόλι |
|||