|
το хохот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хохот? — χαχάνισμα как с (ново)греческого переводится слово χαχάνισμα? — хохот — θειαφισμένος — νταλγκάς — διδακτική — όα — ψαλίδι — υδρόβιος — μούμια — διεισδυτικότης — σολομός — θαλαμοφύλακας — υδροστάσιο — δίωρος — χρυσή — επιδρώ — αφρορροώ — τυφλοκομείο — λεπτολόγημα — ξαναμωραμένος — μετριοφρονώ — σιταγωγία — γλυκοζώ |
|||