Новогреческий словарь
διαφημιστικός
διαφημιστικός
рекламный
;
~ό γραφείο — рекламное бюро
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рекламный
? —
διαφημιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαφημιστικός
? — рекламный
#
(ново)греческий словарь
—
φασκιωμένος
—
ραφτόπουλο
—
καφές
—
ανέμιξα
—
αφροδισία
—
ακροπρεπίδιον
—
παρθενιά
—
κερατίνη
—
παράτυφος
—
ομοιοκαταληκτώ
—
αστούμπιστος
—
εμπειροτέχνις
—
ιέρακας
—
νταμάδος
—
κοχλιακός
—
ασιγούρευτος
—
ένζυμος
—
σκαφή
—
ετερόρρυθμος
—
υδατομετρία
—
μυρμηκικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве