Новогреческий словарь
διαφημιστικός
διαφημιστικός
рекламный
;
~ό γραφείο — рекламное бюро
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рекламный
? —
διαφημιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαφημιστικός
? — рекламный
#
(ново)греческий словарь
—
νυφοστόλι
—
μέλασσα
—
κωδικός
—
βροντολογώ
—
διαλλακτικός
—
γονάτιο
—
οξέλαιο
—
τρίμετρος
—
σκύψιμο
—
αποθησαυρισμός
—
αφρικανός
—
ογδόη
—
λαλές
—
λιοβασίλεμα
—
εκμηχανισμός
—
μεγάφωνο
—
αυχμός
—
ξίφιος
—
τυρόπηγμα
—
βουδοκέφαλος
—
επιπόλαση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω