|
хрящевой (состоящий из хряща) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хрящевой? — χόνδρινος как с (ново)греческого переводится слово χόνδρινος? — хрящевой — ευχάριστος — λευκοφρουρός — συγκεντρώνομαι — πί — συντεχνίτισσα — μακρότερον — χωροστάθμη — φρουμάζω — κατατομή — αβοήθητος — μεταςουργείο — γκάζι — απογυρίζω — συγκριτικά — παρωρίτης — τσορβάς — φούρκα — πουκαμισάς — αλληλαδέλφια — Ν — αληθοφανής |
|||