|
ο энциклопедист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово энциклопедист? — εγκυκλοπαιδιστής как с (ново)греческого переводится слово εγκυκλοπαιδιστής? — энциклопедист — αχερωμένος — χαλκοπλαστικός — φτερωτή — γλωσσικός — αυτούνος — ένεμα — σίχαμα — σγουροκέφαλος — προαγγελία — βραχυβιότητα — τραπέζωμα — τανάλια — φθόρι — κατής — κόρυμβος — τριτώνω — ημάς — κρομμυών — αργοσάλευτος — αγουρογεράζω — κρεατομάχαιρο |
|||