|
το кастрюлька #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кастрюлька? — κατσαρολάκι как с (ново)греческого переводится слово κατσαρολάκι? — кастрюлька — θεόσταλτος — αφανόζωα — εθλάσθην — ολιγόζωος — φραγκοκάρδαμο — αυτολεξεί — υποβοηθώ — αμιγής — χαλκοτύπος — σκυτάλη — συμφερόντως — σιδηροβιομήχανος — λιμεναρχώ — τζιτζιφιόγκος — ελεύτερος — δημοκοπία — αχρειόστομος — χαμόκλαδο — επιδιορθωτικά — καταθορυβώ — φλόγωμα |
|||