Новогреческий словарь
περιστασιακός
περιστασιακός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιστασιακός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανατροχασμός
—
αγουρόλαδο
—
διαλευκαίνω
—
φιλελευθερισμός
—
συνεταιριστικοποίηση
—
στυπτηρία
—
πυκνοφούντωτος
—
καθισμένος
—
δυσμαί
—
μή με λησμονεί
—
σκυρόδεση
—
ενδεκάμηνον
—
τσιτσιρίζω
—
λιανοκαμωμένος
—
αποικιοκράτης
—
οσιομάρτυρας
—
αγαντάρω
—
ασπρορρουχού
—
ανεγείρω
—
παθολογία
—
περιληπτικώς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве