|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово περιστασιακός? — — ασυζητητί — πλευροειδής — καφεκοπτείο — ισώ — αμέριστος — μοράβια — εναπόκειται — Εικοσιένα — άπολις — νεωτερίστρια — μπιρμπιλομάτα — ωκυτόκος — προσπελάζοντες — αποστηθίζω — ενισχύω — γαλλόπουλο — κινδυνεύω — πέννα — σωφρονισμός — μικροβένθος — εικοστός |
|||