|
η деревенская девушка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревенская девушка? — χωριατόπουλα как с (ново)греческого переводится слово χωριατόπουλα? — деревенская девушка — αλχημεία — αληθολογία — αλαβάστρινος — υποθηκεύω — συνάφι — γενναιόδωρα — αντιατομικισμός — επικλητικός — τήραγμα — αντιμάχομαι — ανδραποδιστικός — πραιτωρικός — βλητική — δεσμώτηριον — φακιδιάρα — παροπλίζω — ηλεκτροτεχνία — εισπίπτω — μελισσοτόπι — σύντονος — εκπαρθενεύω |
|||