|
укреплять, усиливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово укреплять? — κραταιώνω как на (ново)греческом будет слово усиливать? — κραταιώνω как с (ново)греческого переводится слово κραταιώνω? — укреплять, усиливать — πράϋνση — καλαμπόκι — δασολογικός — χαϊδιάρης — αλυσοπρίονο — τεμπέλικος — σμυρίγλη — έκχυτος — ξαναρράβω — φωτοχρωμοτυπογραφία — χαρακτηριστικός — παρήλιξ — ακοταγέλαστος — καυτηριασμός — μπουμπούκα — κατακυρωτικός — μεριστικός — αιματοκαλλιέργεια — περικύκλωμα — όρκισμα — πιάνομαι |
|||