|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συγγενείς? — — αναπλάττω — καβαλλικευτά — διορθώνω — αναπλαστία — σελντές — κατακρήμνιση — απουσιάζω — κινητικότητα — νεάζω — αναπνιάζω — επτάκις — πρήζομαι — απλώνομαι — πυραυλοφόρο — συναινώ — αναβαίνω — αγαλλιάζω — ρινοφωνία — ψίλωση — οργανωτής — μέστωμα |
|||