|
~αία шейный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шейный? — τραχηλιαίος как с (ново)греческого переводится слово τραχηλιαίος? — шейный — εμφράττω — γαλλοφιλία — σάζω — εξτρεμιστής — εκρίθη — οψιγαμία — ξαναγάπησαν — αποπτιλώνω — λαδωτήρι — υδρασκός — απεργός — εικαστικός — αποδουλώνομαι — χρονιότητα — υγιεινολόγος — πρωτοδουλεύω — δοθείς — ιλαρότητα — αποθαλασσώνομαι — γαλακτοσάκχαρο — ανυφάντης |
|||