Новогреческий словарь
αποδιδράσκω
αποδιδράσκω
(αόρ. απέδρασα)
совершать побег
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
совершать побег
? —
αποδιδράσκω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποδιδράσκω
? — совершать побег
#
(ново)греческий словарь
—
δευτερόπρυμα
—
μανιακός
—
παρεγκεφαλιδικός
—
πλάγι
—
βρωμομαμούνα
—
διοκαυστικός
—
εκπετάλωση
—
γαντοφορεμένος
—
οιστρήλατος
—
σελιδοθέτης
—
κοιλαράς
—
βιολετί
—
λαζάνια
—
ραγάδα
—
γλυκοχαιρετώ
—
ερημιτισμός
—
σπερματίνη
—
εξόριστος
—
μεμέ
—
ανευφήμία
—
θεμέλιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве