|
мед. рассекать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рассекать? — αποσχάζω как с (ново)греческого переводится слово αποσχάζω? — рассекать — μεταλλείο — πασσαλοπήκτης — εκτίναξη — μυθοπλάστης — συνειδοποίηση — αποκλώθω — μαχιμότητα — αγγουροντοματοσαλάτα — αλλοτριοφαγία — διφορώ — αηδονόφωνος — λεφτοκαρυά — αριοφρύδης — αμπόδιστος — πολιτικομανής — κηλιδωμένος — στοματοπάθεια — διαβροχή — αμπαλλάρισμα — υδρολυσία — επιγονατιδικός |
|||