|
замороженный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово замороженный? — καταψυγμένος как с (ново)греческого переводится слово καταψυγμένος? — замороженный — δράστις — ραδιοηλεκτρισμός — εξορκίστρια — αχρησία — σκαμπαβία — ένυδρος — στρυχνινισμός — γυναικάρα — κουφάρι — Λόντρα — ασυντόμευτος — απογεράζω — αδιαβροχοποιώ — εποπτικός — θεός — μουσκώ — απρόσοδος — γύρισμα — συνευρίσκομαι — αναπλημμυρίζω — Σουηδία |
|||