Новогреческий словарь
ροδίτης
ροδίτης
ο «
розовый
» (сорт винограда)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
розовый
? —
ροδίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
ροδίτης
? — розовый
#
(ново)греческий словарь
—
αβίαστα
—
αγγελοκόβω
—
σιδερόδεση
—
αποκατασταλάζω
—
ακροβολιστικά
—
φυσούνα
—
θαυμαστός
—
πύο
—
αεριώδης
—
πεντηκονταπλάσιος
—
αβδέλλιασμα
—
κλασσικότητα
—
τσώφλι
—
επισημασμένος
—
πολυπραγμοσύνη
—
μετασχηματίζω
—
αναπηρώ
—
ξεσαμάρωτος
—
κύτταρο
—
περιχαρής
—
πενιχρότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве