|
η клиника; χειρουργική (παθολογική) ~ — хирургическая (терапевтическая) клиника #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клиника? — κλινική как с (ново)греческого переводится слово κλινική? — клиника — νομοθέτης — απραξία — εξημερώσιμος — ζυμούμαι — λογοκοπώ — συνεισφορά — κατάμαυρος — ιστάμενος — οίνος — κόμμωση — ένηβος — δανείσιμος — μαναράκι — κρεατένιος — ιγνύα — προβοσκιδωτά — διθάλασσος — σοσιαλιστικοποίηση — συμμαζεύω — στεκάμενος — όχθη |
|||