|
костистый; костлявый; худой; τό ~ώδες σύστημα — скелет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово костистый? — οστεώδης как на (ново)греческом будет слово костлявый? — οστεώδης как на (ново)греческом будет слово худой? — οστεώδης как с (ново)греческого переводится слово οστεώδης? — костистый, костлявый, худой — φευγατίζω — αλογογιατρός — ποταμιά — παράλλαξις — φουβού — γουβώνω — υγειονομείο — οικότοπος — παγωτό — ινδικό — διαφοροποιούμαι — αναρχίνηγος — διενεργώ — ακτίδα — πολυκομματικός — αυτοσυντηρούμαι — γαλακτίτης — κουμανταδόρος — δυνατός — εξαντλημένος — γάρμπος |
|||