|
глицериновый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глицериновый? — γλυκερινικός как с (ново)греческого переводится слово γλυκερινικός? — глицериновый — παραφωτίς — μεσοδόκι — υδρονομή — προστυχάντζα — οργιώδης — σάγουλα — επιπίπτω — παραπιστεύω — υψίφωτον — προσαρμοσμένος — βροχοποιός — γνωστικός — ευρετικός — περιέλιξη — ερυθρόχρους — κληματαριά — κλέος — ακαταλόγιστος — πανσοβιετικός — βιβλιοκρισία — βορράς |
|||